στραβομούρης, -α, -ικο

στραβομούρης, -α, -ικο
αυτός που δεν έχει κανονικό πρόσωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβομούρης — α, ικο, Ν αυτός που έχει ασύμμετρο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μούρης (< μούρη), πρβλ. κοκκινο μούρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”